Λύση στο πρόβλημα της ημερομηνίας εορτασμού του Πάσχα έδωσε η Α’ Οικουμενική σύνοδος που έγινε στην Νίκαια της Βιθυνίας το 325 μ.Χ., η οποία λαμβάνοντας υπόψη ότι οι εβραίοι εόρταζαν το Πάσχα κατά την ημέρα της Πανσελήνου που γινόταν μετά την εαρινή ισημερία και επειδή ο Χριστός αναστήθηκε μετά την εορτή του εβραϊκού Πάσχα, δηλαδή μετά την εαρινή πανσέληνο, καθόρισε τον εξής κανόνα:
Το χριστιανικό Πάσχα πρέπει να εορτάζεται την πρώτη Κυριακή μετά την Πανσέληνο, που θα γίνει κατά την ημέρα της εαρινής ισημερίας ή μετά από αυτήν. Αν η πανσέληνος γίνει Κυριακή τότε το Πάσχα θα εορτάζεται την επομένη Κυριακή.
Οι ημερομηνίες αυτές υπολογίζονται με το παλαιό ημερολόγιο (Γρηγοριανό, του πάπα Γρηγόριου ΙΓ’, τον Οκτώβριο του 1582), γιατί μ’ αυτό καθορίζεται η εαρινή ισημερία. Για να βρούμε τα όρια μέσα στα οποία γιορτάζεται το Πάσχα, σύμφωνα με το νέο ημερολόγιο, προσθέτουμε 13 μέρες.
Έτσι βρίσκουμε ότι οι ημερομηνίες του ορθόδοξου Πάσχα κυμαίνονται από τις 4 Απριλίου ως τις 8 Μαΐου. Επειδή για τον καθορισμό του ορθόδοξου Πάσχα η εαρινή ισημερία υπολογίζεται με βάση το παλαιό ημερολόγιο, οι παλαιοημερολογίτες και οι νεοημερολογίτες γιορτάζουν το Πάσχα την ίδια μέρα. Αντίθετα, οι ρωμαιοκαθολικοί και οι προτεστάντες καθορίζουν την εαρινή ισημερία με βάση το νέο ημερολόγιο και γι’ αυτό γιορτάζουν συνήθως το Πάσχα μια βδομάδα νωρίτερα από τους Ορθόδοξους.